- διαλλαγαί
- διαλλαγήinterchangefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκοφίλιος — λυκοφίλιος, ον (Α) όμοιος με τη φιλία λύκου, δόλιος, ύπουλος («λυκοφίλιοι διαλλαγαί», Μέν.). επίρρ... λυκοφιλίως (Α) δόλια, ύπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + φίλιος (< φίλος)] … Dictionary of Greek